- διαστολική πίεση
- Πίεση του αίματος που μετριέται μεταξύ των χτύπων της καρδιάς, στη διάρκεια της περιόδου ανάπαυσης του μυοκαρδίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με … Dictionary of Greek
διαστολικός — ή, ό (AM διαστολικός, ή, όν) αυτός που προέρχεται από διαστολή ή αναφέρεται σ αυτήν νεοελλ. εκείνος που αναφέρεται στη διαστολή τής καρδιάς («διαστολική πίεση», «διαστολικός ήχος») … Dictionary of Greek
σφυγμομανόμετρο — Συσκευή που χρησιμεύει για τη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης. Αποτελείται συνήθως από ελαστικό θάλαμο (περιβραχιόνιο), μια ελαστική φούσκα (πουάρ) με βαλβίδα που χρησιμεύει για την εισαγωγή αέρα στο όλο σύστημα, ένα υδραργυρικό ή μεταλλικό… … Dictionary of Greek
υπέρταση — η / ὑπέρτασις, άσεως, ΝΜΑ υπέρμετρη ένταση, υπερβολικό τέντωμα νεοελλ. 1. ιατρ. πίεση ανώτερη τής φυσιολογικής, η οποία ασκείται από το αίμα στα τοιχώματα τών αγγείων μέσα στα οποία κυκλοφορεί 2. (ηλεκτρολ.) διαφορά δυναμικού που υπερβαίνει την… … Dictionary of Greek